- πόριος
- πόριςpariofem gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλαιομάτωρ — παλαιομάτωρ, ορος, ἡ (Α) αυτή που υπήρξε μητέρα σε παλαιούς χρόνους («ἰὼ Ζεῡ, τᾱς παλαιομάτορας παιδογόνε πόριος Ἰνάχου», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + μᾶτωρ (< μήτηρ)] … Dictionary of Greek